- ἀθεμιτομιξία
- ἀθεμιτο-μιξία, ἡ, = foreg., Tz.ad Lyc.1143.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αθεμιτομιξία — ἀθεμιτομιξία, η (Μ) η αθεμιτογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθέμιτος + μίγνυμι] … Dictionary of Greek
ἀθεμιτομιξίας — ἀθεμιτομιξίᾱς , ἀθεμιτομιξία fem acc pl ἀθεμιτομιξίᾱς , ἀθεμιτομιξία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθεμιτομιξίαν — ἀθεμιτομιξίᾱν , ἀθεμιτομιξία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέμιτος — η, ο (Α ἀθέμιτος, ον) αυτός που παραβαίνει τους νόμους, τα καθιερωμένα, την ηθική τάξη, μη θεμιτός, άνομος, ανήθικος φρ. «αθέμιτος ανταγωνισμός», «αθέμιτοι πράξεις», «αθέμιτοι εταιρείαι», «αθέμιτα έργα» νεοελλ. φρ. «άρρητα αθέμιτα» (ή κατά… … Dictionary of Greek